εὐέλεγκτος
English (LSJ)
εὐέλεγκτον,
A easy to refute or detect, of persons or arguments, Pl. Tht.157b, Arist.Rh.1418b19.
2 easy to test, Pl.Ap.33c.
German (Pape)
[Seite 1064] leicht zu überführen, zu widerlegen, Plat. Theaet. 157 b; Arist. Pol. 7, 14 rhet. 3, 17 u. Sp.; – zum Widerlegen, Tadeln geneigt, Ammon. Vgl. noch εὐεξέλεγκτος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 facile à contredire ou à réfuter;
2 dont il est facile de se rendre compte.
Étymologie: εὖ, ἐλέγχω.
Russian (Dvoretsky)
εὐέλεγκτος:
1 легко опровергаемый Arst.: εὐ. ὁ τοῦτο ποιῶν Plat. того, кто это утверждает, было бы легко опровергнуть;
2 легко доказуемый (ταῦτα καὶ ἀληθῆ ἐστι καὶ εὐέλεγκτα Plat.).
Greek (Liddell-Scott)
εὐέλεγκτος: -ον, ὁ ῥᾳδίως ἐλεγχόμενος, Πλάτ. Θεαίτ. 157Β, Ἀριστ. Ρητ. 3. 17, 15, κτλ.· ὁ εὐκόλως δοκιμαζόμενος, Πλάτ. Ἀπολ. 33C.
Greek Monolingual
εὐέλεγκτος, -ον (Α)
1. αυτός που ελέγχεται, που αναιρείται εύκολα
2. αυτός που δοκιμάζεται εύκολα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ελεγκτός (< ελέγχω)].
Greek Monotonic
εὐέλεγκτος: -ον, αυτός που εύκολα ανασκευάζεται· αυτός που εύκολα αντιμετωπίζεται, σε Πλάτ.
Middle Liddell
easy to refute: easy to test, Plat.