royal
English > Greek (Woodhouse)
adjective
P. and V. βασιλικός, ἀρχικός, βασίλειος (Thuc. 1, 132), τυραννικός, V. τύραννος.
magnificent: P. and V. σεμνός; see magnificent.
P. and V. βασιλικός, ἀρχικός, βασίλειος (Thuc. 1, 132), τυραννικός, V. τύραννος.
magnificent: P. and V. σεμνός; see magnificent.