αἰτιολογητέον

Revision as of 14:17, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

verb. Adj.    A one must investigate causes, Epicur.Ep.1p.29U.

Greek (Liddell-Scott)

αἰτιολογητέον: ῥηματ. ἐπίθ., πρέπει νὰ ἀναζητήσῃ τις τὰς αἰτίας, νὰ δικαιολογήσῃ, νὰ αἰτιολογήσῃ τὸ πρᾶγμα, Διογ. Λ. 10. 80.

Spanish (DGE)

hay que indagar las causas ὑπὲρ τῶν μετεώρων Epicur.Ep.[2] 80.

Greek Monolingual

αἰτιολογητέον (Α) αἰτιολογῶ
πρέπει κανείς να ερευνήσει, να αναζητήσει τις αιτίες.