αὐτότεχνος

Revision as of 14:35, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ον,    A self-instructed, πρὸς ἴασιν Plu.2.991e.

Greek (Liddell-Scott)

αὐτότεχνος: -ον, αὐτοδίδακτος, τῶν ζῴων ἕκαστον οὐ μόνον πρὸς ἴασιν αὐτότεχνόν ἐστιν, ἀλλὰ καὶ πρὸς διατροφὴν Πλούτ. 2. 991Ε.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
instruit par lui-même.
Étymologie: αὐτός, τέχνη.

Spanish (DGE)

-ον
capaz, dotado por sí mismo τῶν ζώων ἕκαστον οὐ μόνον πρὸς ἴασιν αὐτότεχνόν ἐστιν, ἀλλὰ καὶ πρὸς διατροφήν Plu.2.991e.

Greek Monolingual

αὐτότεχνος, -ον (Α)
αυτοδίδακτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο- + -τεχνος < τέχνη (πρβλ. άτεχνος, έντεχνος, κακότεχνος)].

Russian (Dvoretsky)

αὐτότεχνος: сам научившийся, самоучка (πρός τι Plut.).