έντεχνος
From LSJ
οὔ ποτ' εἶμι τοῖς φυτεύσασίν γ' ὁμοῦ → I will never meet thοse who begat me
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἔντεχνος, -ον)
1. αυτός που γίνεται ή έχει γίνει με τέχνη και επιδεξιότητα (σε αντίθεση προς τον άτεχνο ή τον κακότεχνο)
2. εκείνος που βρίσκεται μέσα στα όρια της τέχνης, που πληρεί τις απαιτήσεις της τέχνης
μσν.- νεοελλ.
προσχεδιασμένος, προμελετημένος
αρχ.
(για πρόσ.) έμπειρος, επιδέξιος.
επίρρ...
έντεχνα (AM ἐντέχνως)
με τέχνη, επιδέξια
μσν.- νεοελλ.
προμελετημένα, προσχεδιασμένα
μσν.
με επάρκεια.