τό, A base, IGRom.4.835 (Hierapolis); stairway, Rev.Ét. Gr.19.265 (Aphrodisias).
[Seite 423] τό, ein Treppchen, Inscr.
βαθρικόν: τό, βάθρον, Συλλ. Ἐπιγρ. 3924. [5, 118.