βαυκάλιον
English (LSJ)
τό, A narrow-necked vessel, that gurgles when water is poured in or out, POxy.936.6 (iii A. D.), Olymp. in Mete.93.6: pl., Alex.Aphr.Pr.1.94 (καυκ- codd.).
German (Pape)
[Seite 439] τό, ein enghalsiges Gefäß, das beim Ausgießen einen gluchsenden Ton giebt, Sp.; vgl. καυκάλον.
Greek (Liddell-Scott)
βαυκάλιον: ἢ καυκάλιον, τό, στενόλαιμον ἀγγεῖον, ὅπερ πληρούμενον ὕδατος ἢ κενούμενον παρεῖχεν ἦχόν τινα, μεταγεν. ἀναφερόμενον ὑπὸ τοῦ Δουκαγγίου.
Spanish (DGE)
-ου, τό
1 bocal, jarro, POxy.3061.5 (I d.C.), Alex.Aphr.Pr.1.94, POxy.936.6 (III d.C.), 1913.49 (VI d.C.), Pall.HLaus.18, Olymp.in Mete.93.6.
2 medida de capacidad que contenía 3000 ladrillos POxy.2055.42, 2197.3 (VI d.C.).
• Etimología: Seguramente rel. c. βαυκαλάω en virtud del ruido que se produce al beber.
Greek Monolingual
βαυκάλιον και καυκάλιον, το (AM)
μικρή πήλινη ή γυάλινη στάμνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Υποστηρίχθηκε ότι πρόκειται για τ. αιγυπτιακής προελεύσεως, ενώ κατ' άλλους τα βαυκάλιον και βαύκαλις υποκατέστησαν στην καθημερινή γλώσσα τη λ. ψυκτήρ και προέρχονται από το βαυκαλώ. Ο τ. καυκάλιον ή αναλογικά προς το βαυκάλιον ή από το βαυκάλιον με αφομοίωση ή, τέλος, μπορεί να προήλθε από λάθος της μικρογράμματης γραφής].
Frisk Etymological English
Grammatical information: n.
Meaning: vase with a narrow neck (pap.)
Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: One supposes Egyptian origin. S. Nencioni Riv. degli stud. or. 19 (1940) 98ff. DELG suggests βαυκαλάω, which does not seem probable. On the forms (incl. Fr. bocal) Leroy-Molinghen, Byzantion 35 (1965) 214-20. - Cf. καυκάλιον and βῖκος.
Frisk Etymology German
βαυκάλιον: {baukálion}
Forms: βαύκαλις, -ιδος f. N. eines Kühlgefäßes (Sopat., AP). Dazu mittelgr. βαύκη.
Grammar: n.
Meaning: Bez. eines enghalsigen Gefäßes (Pap. u. a.),
Etymology : Ägyptisches Wort, aber Vorbild unklar. Ausführlich darüber Nencioni Riv. degli stud. or. 19, 98ff. — Vgl. καυκάλιον und βῖκος.
Page 1,228