βατραχίτης

Revision as of 14:50, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

λίθος, ὁ,    A a frog-green stone, Plin.37.149.

German (Pape)

[Seite 439] λίθος, ein froschgrüner Stein, Plin. 87, 10.

Greek (Liddell-Scott)

βατραχίτης: [ῑ], λίθος, ὁ, λίθος πρασίνου ἀνοικτοῦ χρώματος, Πλίν. 37. 10.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ 1 mineral. batraquita λίθος piedra de color verde claro, Cyran.1.21.10, 61, Plin.HN 37.149, Isid.Etym.16.4.20.
2 bot. ranúnculo, Ranunculus sp. Cyran.1.21.3.

Greek Monolingual

ο (Α βατραχίτης)
ονομασία λίθου, ποικιλίας του μοντικελίτη.