βροχωτός

Revision as of 17:00, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

όν,    A formed by a noose, ἀγχόνη Neophr.3.2.    2 twisted, corded, of chain-work, β. ἔργον Aq., Sm.Ex.28.15.

Greek (Liddell-Scott)

βροχωτός: -όν, ἐν τῷ βρόχῳ εἰλημμένος, πεπαγιδευμένος, Νεόφρ. παρὰ Σχολ. Εὐρ. Μηδ. 1337, ἴδε Herm. Opusc. 3. 255. 2) δικτυωτὸς ἢ κατὰ τετράγωνα, β. ἔργον, opus laqueatum, Σύμμ. Ἐξ. 28. 15.

Spanish (DGE)

-όν
anudado en forma de lazo corredizo para ahorcar, ἀγχόνη Neophr.3.2
de cadenas engarzadas en forma de nudos Aq., Sm.Ex.28.14.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α βροχωτός, -ή, -όν) βρόχος
αυτός που έχει σχήμα βρόχου
αρχ.
πιασμένος στον βρόχο, παγιδευμένος.