A make curved: only used in Pass., to be or become so, ib.619a17.
[Seite 473] biegen. – Med., sich krümmen, Arist. H. A. 9, 32.
γαμψόω: ποιῶ τι καμπύλον · ἐν χρήσει μόνον ἐν τῷ παθ., εἶμαι ἢ γίνομαι καμπύλος, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9. 32, 7.