γεννηματικός

Revision as of 17:15, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ή, όν,    A = γεννητικός, J.BJ4.8.3.

Greek (Liddell-Scott)

γεννηματικός: -ή, -όν, = γεννητικός, Ἰώσηπ. II. Ι. 4. 8, 3.

Greek Monolingual

γεννηματικός -ή, -όν (AM) γέννημα
ο παραγωγικός.