γεννηματικός

From LSJ

Πατὴρ οὐχ ὁ γεννήσας, ἀλλ' ὁ θρέψας σε → Non qui te genuit, est qui nutrivit pater → Dein Vater ist, wer Nahrung dir, nicht Leben gab | nicht Vater ist, wer Leben, sondern Nahrung gab

Menander, Monostichoi, 452
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γεννημᾰτικός Medium diacritics: γεννηματικός Low diacritics: γεννηματικός Capitals: ΓΕΝΝΗΜΑΤΙΚΟΣ
Transliteration A: gennēmatikós Transliteration B: gennēmatikos Transliteration C: gennimatikos Beta Code: gennhmatiko/s

English (LSJ)

γεννηματική, γεννηματικόν, = γεννητικός, J.BJ4.8.3.

Greek (Liddell-Scott)

γεννηματικός: -ή, -όν, = γεννητικός, Ἰώσηπ. II. Ι. 4. 8, 3.

Greek Monolingual

γεννηματικός -ή, -όν (AM) γέννημα
ο παραγωγικός.