γλοία

Revision as of 17:20, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

or γλοιά, ἡ,    A = γλία, glue, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

γλοία: ἢ γλοιά, ἡ, = γλία, κόλλα, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

και γλία, η (AM γλία, Α και γλοία και γλοιά)
κόλλα, κολλώδης ουσία·