γλωσσοειδής

Revision as of 17:20, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ές,    A v. γλωττ-.

Greek (Liddell-Scott)

γλωσσοειδής: ἐς, ἴδε γλωττ-.

Spanish (DGE)

-ές

• Alolema(s): át. γλωττ- Dsc.4.88
1 en forma de lenguade una trompa, Arist.HA 528b30, de hojas de plantas, Dsc.l.c.
2 subst. τὸ γ. especie de lengua de los gasterópodos, Arist.HA 529a27.

Greek Monolingual

-ές (AM γλωσσοειδής και γλωττοειδής, -ές)
αυτός που έχει σχήμα γλώσσας.