γλωσσοειδής
From LSJ
φθείρουσιν ἤθη χρήσθ' ὁμιλίαι κακαί → bad company ruins good habits
English (LSJ)
γλωσσοειδές, v. γλωττοειδής.
Spanish (DGE)
-ές
• Alolema(s): át. γλωττ- Dsc.4.88
1 en forma de lengua de una trompa, Arist.HA 528b30, de hojas de plantas, Dsc.l.c.
2 subst. τὸ γ. especie de lengua de los gasterópodos, Arist.HA 529a27.
Greek (Liddell-Scott)
γλωσσοειδής: ἐς, ἴδε γλωττ-.
Greek Monolingual
-ές (AM γλωσσοειδής και γλωττοειδής, -ές)
αυτός που έχει σχήμα γλώσσας.
German (Pape)
ές, zungenähnlich, Arist. H.A. 4.4, 7.