γλωττοειδής

From LSJ

οὐ καταισχυνῶ τὰ ὅπλα τὰ ἱερά → I will never bring reproach upon my hallowed arms

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γλωττοειδής Medium diacritics: γλωττοειδής Low diacritics: γλωττοειδής Capitals: ΓΛΩΤΤΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: glōttoeidḗs Transliteration B: glōttoeidēs Transliteration C: glottoeidis Beta Code: glwttoeidh/s

English (LSJ)

γλωττοειδές, tongue-shaped, Arist.HA528b30; γλωσσ, v.l. in Dsc.4.88.

Russian (Dvoretsky)

γλωττοειδής: имеющий форму языка Arst.

Greek (Liddell-Scott)

γλωττοειδής: ἐς, ἔχων σχῆμα γλώσσης, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 4. 2, 22, κτλ.· ἐν Διοσκ. 2. 216 γλωσσοειδής.

Greek Monolingual

-ές (AM)
βλ. γλωσσοειδής.