γάνωσις

Revision as of 17:20, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

εως, ἡ,    A polishing (with oil or wax), ἀγάλματος Plu.2.287c, cf. Vitr.7.9.4; varnishing, lackering, Aq.Am.7.7.    2 metaph., making glad, brighiening, Phld.Mus.p.30 K.

German (Pape)

[Seite 474] ἡ, das Schmücken, Glanz, Plut. Qu. Rom. 98. – Auch = Glasur.

Greek (Liddell-Scott)

γάνωσις: -εως, ἡ, λάμπρυνσις, στίλβωσις, κόσμησις, Πλούτ. 2. 287Β· τὸ γάνωμα, ἡ ἐπίχρισις, τὸ «βερνίκωμα» Σύμμ. Παλ. Διαθ.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
action de rendre brillant.
Étymologie: γανόω.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
bruñido, pulimento τοῦ ἀγάλματος Plu.2.287c, cf. Vitr.7.9.4, de una pared metálica, Aq.Am.7.7
enlucido o estuco en la pared de un tálamo EM 917
fig. lustre, esplendor Phld.Mus.p.30K.
del lenguaje perfeccionamiento, pulimento Longin.30.1, del alma γ. ἀπὸ πάσης κακίας Dor.Ab.Doct.49.8.

Greek Monolingual

γάνωσις, η (AM) [[[γανώ]] (-όω)]
το γάνωμα χάλκινου σκεύους με κασσίτερο
αρχ.
η στίλβωση («ἡ γάνωσις τοῦ ἀγάλματος», Πλούτ.).

Russian (Dvoretsky)

γάνωσις: εως (ᾰ) ἡ украшение, отделка (τοῦ ἀγάλματος Plut.).