γάνωμα

From LSJ

Ἑκὼν σεαυτὸν τῇ Κλωθοῖ συνεπιδίδου παρέχων συννῆσαι οἷστισί ποτε πράγμασι βούλεται. Πᾶν ἐφήμερον, καὶ τὸ μνημονεῦον καὶ τὸ μνημονευόμενον → Be willing to give yourself up to Clotho, letting her spin to whatever ends she pleases. All is ephemeralboth memory and the object of memory (Marcus Aurelius 4.34f.)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γᾰ́νωμα Medium diacritics: γάνωμα Low diacritics: γάνωμα Capitals: ΓΑΝΩΜΑ
Transliteration A: gánōma Transliteration B: ganōma Transliteration C: ganoma Beta Code: ga/nwma

English (LSJ)

-ατος, τό,
A = γάνος, brightness, brilliance, prob. in IG4.1484.97 (Epid., iv B. C.), Plu.2.48d, 50a.
II joy, gladness, Ph.1.335, al.
III lacker, ἔστω τὸ γάνωμα τοῦ χαλκοῦ μόλιβδος Aët.6.58.
2 metaph. of internal membranes or coats, τὸ γάνωμα τῶν ἐντέρων Alex.Trall.9.3, cf. Sever.Clyst.p.34D.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
1 brillantez c. gen. γανώματος ἱμάντων ἅλων IG 42.102.97 (Epidauro IV a.C.), τοῦ χρυσοῦ Plu.2.50a, cf. 48c
fig. ἐπενδυσάμενος τὸ γ. τῆς δόξης Clem.Al.Strom.5.6.40.
2 alegría γ. ἄκρατον alegría pura de servir a Dios, Ph.1.335.
3 baño de metales τὸ γ. τοῦ χαλκοῦ μόλιβδος Aët.6.58.
4 medic. membrana de un órgano interno τὸ γ. τῶν ἐντέρων Alex.Trall.2.421, en plu. Seuer.Clyst.p.34.

German (Pape)

[Seite 474] τό, Glanz, Schimmer, Plut. de audit. 10; Philo.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
éclat, brillant.
Étymologie: γανόω.

Russian (Dvoretsky)

γάνωμα: ατος (γᾰ) τό блеск, сияние (λαμπρότης καὶ γ. τοῦ χρυσοῦ Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

γάνωμα: τό, = γάνος, στιλπνότης, λαμπρότης, Πλούτ. 2. 48C, 50Α, κτλ.

Greek Monolingual

το (AM γάνωμα) γάνος
1. στιλπνότητα, γυαλάδα
2. επάλειψη της εσωτερικής επιφάνειας χάλκινων σκευών με κασσίτερο
νεοελλ.
1. η επάλειψη πήλινου αγγείου με υλικό λείο και λαμπερό
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα γανώματα
τα χαλκώματα, τα χάλκινα σκεύη
αρχ.
1. η λαμπρότητα, η αίγλη
2. μεμβράνη ή λείος ιστός στο εσωτερικό του σώματος («το γάνωμα τών εντέρων»).