στίλβωσις
From LSJ
English (LSJ)
-εως, ἡ, making to shine, γενέσθαι εἰς σ. to be made bright, LXX Ez.21.10(15), cf. Dsc.2.80.
German (Pape)
[Seite 943] ἡ, das Glänzendmachen, Poliren, LXX. u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
στίλβωσις: ἡ, τὸ στιλβώνειν, κά=λλυνσις, λάμπρυνσις, «γυάλισμα», γενέσθαι εἰς στ., στιλβώνομαι, Ἑβδ. (Ἰεζεκ. ΚΑ΄, 10), Ἐκκλ.