δεινολεχής

Revision as of 17:51, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ές,    A dreadfully married, Id.A. 906.

German (Pape)

[Seite 538] ές, unglücklich vermählt, Orph. Arg. 904.

Greek (Liddell-Scott)

δεινολεχής: -ές, ὁ ἐν τῷ γάμῳ του δυστυχής, Ὀρφ. Ἀργ. 904.

Spanish (DGE)

-ές de funesto himeneo Μήδεια Orph.A.906.

Greek Monolingual

δεινολεχής, -ές (Α)
όποιος δυστύχησε στον γάμο του («δεινολεχής Μήδεια»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < δεινός + -λεχής < λέχος «κρεβάτι»].