δεκάφυλος

Revision as of 17:53, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ον,    A consisting of ten tribes, Hdt.5.66.

German (Pape)

[Seite 543] in zehn Stämme getheilt, Her. 5, 66.

Greek (Liddell-Scott)

δεκάφῡλος: -ον, ὁ ἐκ δέκα φυλῶν ἀποτελούμενος, Ἡρόδ. 5. 66.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
partagé en dix tribus.
Étymologie: δέκα, φυλή.

Spanish (DGE)

(δεκάφῡλος) -ον

• Prosodia: [-ᾰ-]
dividido en diez tribus ὁ Κλεισθένης ... Ἀθηναίους δεκαφύλους ἐποίησε Hdt.5.66, λαός Orac.Sib.2.171.

Greek Monolingual

δεκάφυλος, -ον (Α)
χωρισμένος σε δέκα φυλές («μετἀ δὲ τετραφύλους ἐόντας Ἀθηναίους δεκαφύλους ἐποίησε» — ενώ πρώτα ήταν χωρισμένοι σε τέσσερεις φυλές, τους χώρισε σε δέκα).

Greek Monotonic

δεκάφῡλος: -ον (φυλή), αυτός που αποτελείται από δέκα φυλές, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

δεκάφῡλος: разделенный на 10 фил (ὁ Κλεισθένης Ἀθηναίους δεκαφύλους ἐποίησε Her.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δεκάφυλος -ον [δέκα, φυλή] ingedeeld in tien phylai.

Middle Liddell

φυλή
consisting of ten tribes, Hdt.