δενδρομαλάχη
English (LSJ)
[λᾰ], ἡ, A tree-mallow, Lavatera arborea, ib.15.5.6, etc.
German (Pape)
[Seite 546] ἡ, hochschießende Malve, Geop.
Greek (Liddell-Scott)
δενδρομαλάχη: ἡ, ἡ «δενδρομολόχα», ἴσως ἀλθαία, Γεωπ. 15.5, 5.
Spanish (DGE)
-ης, ἡ
bot. malva arbórea, Lavatera arborea L., Gal.12.67, Gp.15.5.6, Hippiatr.Cant.33.5.
Greek Monolingual
δενδρομαλάχη, η (Α)
το φυτό δεντρομολόχα (Lavatera arborea).
[ΕΤΥΜΟΛ. < δένδρον + μαλάχη «μολόχα»].