διάρραμμα

Revision as of 18:10, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ατος, τό, (διαρράπτω)    A seam, Plu.2.978a.

Greek (Liddell-Scott)

διάρραμμα: τό, (διαρράπτω) ῥαφή, Πλούτ. 2. 978Α.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
costura, sutura en el cuerpo de un delfín γνωρίσαντες ἐκ τοῦ διαρράματος Plu.2.978a.

Greek Monolingual

το (Α διάρραμμα)
συρραφή, συνένωση με ραφή.