διαστοιβάζω

Revision as of 18:50, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

   A stuff in between, Hdt.1.179.

German (Pape)

[Seite 604] dazwischen stopfen, τί τινος, Her. 1, 179.

Greek (Liddell-Scott)

διαστοιβάζω: μέλλ. -άσω, στοιβάζω, γεμίζω τὰ ἐν τῷ μεταξύ, Ἡρόδ. 1. 179.

French (Bailly abrégé)

insérer en guise de bourre.
Étymologie: διά, στοιβάζω.

Spanish (DGE)

interponer, intercalar διὰ τριήκοντα δόμων πλίνθου ταρσοὺς καλάμων Hdt.1.179.

Greek Monolingual

διαστοιβάζω (Α)
στοιβάζω, γεμίζω το μεταξύ διάστημα.

Greek Monotonic

διαστοιβάζω: μέλ. -άσω, στοιβάζω, παραγεμίζω κάτι με κάτι ανάμεσα, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

διαστοιβάζω: класть в промежуток, вставлять (διὰ τριήκοντα δόμων πλίνθου ταρσοὺς καλάμων Her.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δια-στοιβάζω ertussen stoppen, als opvulsel gebruiken.

Middle Liddell

fut. άσω
to stuff in between, Hdt.