διατριπτικός
English (LSJ)
ή, όν, A fit for bruising, μύρον Ar.Lys.943.
Greek (Liddell-Scott)
διατριπτικός: -ή, -όν, κατάλληλος εἰς τριβήν, μύρον Ἀριστοφ. Λυσ. 943.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
raspante, irritante μύρον prob. como si fuera un medicamento (cf. διατρίβω A I 1), aunque quizá c. doble sent. retardatorio Ar.Lys.943.
Greek Monolingual
διατριπτικός, -ή, -όν (Α)
κατάλληλος για τρίψιμο («οὐχ ἡδὺ τὸ μύρον... εἰ μὴ διατριπτικὸν», Αριστφ.)
Russian (Dvoretsky)
διατριπτικός: досл. служащий для натирания, перен. ирон. служащий для затяжки (μύρον Arph.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
διατριπτικός -ή -όν [διατρίβω] vertragend.