διατριπτικός

Revision as of 18:55, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ή, όν,    A fit for bruising, μύρον Ar.Lys.943.

Greek (Liddell-Scott)

διατριπτικός: -ή, -όν, κατάλληλος εἰς τριβήν, μύρον Ἀριστοφ. Λυσ. 943.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
raspante, irritante μύρον prob. como si fuera un medicamento (cf. διατρίβω A I 1), aunque quizá c. doble sent. retardatorio Ar.Lys.943.

Greek Monolingual

διατριπτικός, -ή, -όν (Α)
κατάλληλος για τρίψιμο («οὐχ ἡδὺ τὸ μύρον... εἰ μὴ διατριπτικὸν», Αριστφ.)

Russian (Dvoretsky)

διατριπτικός: досл. служащий для натирания, перен. ирон. служащий для затяжки (μύρον Arph.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

διατριπτικός -ή -όν [διατρίβω] vertragend.