διατριπτικός

From LSJ

Τὰ χρήματ' ἀνθρώποισιν εὑρίσκει φίλους → Money finds men friends → Invenit amicos hominibus pecunia → Was den Menschen Freunde findet, ist das Geld

Menander, Monostichoi, 500
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διατριπτικός Medium diacritics: διατριπτικός Low diacritics: διατριπτικός Capitals: ΔΙΑΤΡΙΠΤΙΚΟΣ
Transliteration A: diatriptikós Transliteration B: diatriptikos Transliteration C: diatriptikos Beta Code: diatriptiko/s

English (LSJ)

διατριπτική, διατριπτικόν, fit for bruising, μύρον Ar.Lys.943.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
raspante, irritante μύρον prob. como si fuera un medicamento (cf. διατρίβω A I 1), aunque quizá c. doble sent. retardatorio Ar.Lys.943.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

διατριπτικός -ή -όν [διατρίβω] vertragend.

Russian (Dvoretsky)

διατριπτικός: досл. служащий для натирания, перен. ирон. служащий для затяжки (μύρον Arph.).

Greek (Liddell-Scott)

διατριπτικός: -ή, -όν, κατάλληλος εἰς τριβήν, μύρον Ἀριστοφ. Λυσ. 943.

Greek Monolingual

διατριπτικός, -ή, -όν (Α)
κατάλληλος για τρίψιμο («οὐχ ἡδὺ τὸ μύρον... εἰ μὴ διατριπτικὸν», Αριστφ.)