διδύμια

Revision as of 18:55, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

[ῠ], τά,    A small convexities near the pineal gland of the brain, Gal.UP8.14, al.    II Dim. of δίδυμος 111.2, Paul.Aeg.6.68.    III διδυμίου ῥίζα, = ὄρχις, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

διδύμια: τά, «ἑκατέρωθεν τοῦ πόρου λεπταὶ καὶ προμήκεις εἰσὶν ἐξοχαὶ τοῦ ἐγκεφάλου, γλουτία καλούμενα» Γαλην. 3. 678.

Greek Monolingual

και διδυμιά, η δίδυμος
1. γέννηση διδύμων
2. δίδυμη μορφή
3. το φαινόμενο του δίδυμου σφυγμού
4. συνένωση δύο ή περισσότερων ομοειδών κρυστάλλων σε ενιαίο κρύσταλλο.