διενειλέω

Revision as of 19:00, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

   A involve, λόγος διενειλημένος Ps.-Luc.Philopatr.1.

Greek (Liddell-Scott)

διενειλέω: περιτυλίσσω, μεταφ. συγχέω, περιπλέκω, λόγος διενειλημένος Ψευδολουκ. Φιλοπατρ. 1.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
part. pf. Pass. διενειλημένος;
enrouler, entortiller.
Étymologie: διά, ἐνειλέω.

Spanish (DGE)

v. διελλαμβάνω.

Russian (Dvoretsky)

διενειλέω: закручивать, завивать: λόγος πολλαῖς ὁδοῖς διενειλημένος Luc. многосложно-хитросплетенная речь.