δομήτωρ
English (LSJ)
ορος, ὁ, A builder, Anon.Prog. in Rh.1.642 W.
German (Pape)
[Seite 656] ορος, ὁ, der Erbauer, Baumeister, Sp. δόμονδε, nach dem Hause, in's Haus, Hom., s. s. v. – Δέ Suffix.
Greek (Liddell-Scott)
Spanish (DGE)
-ορος, ὁ
constructor ἀπὸ τῶν τεκτόνων καὶ δομητόρων Sch.Lyc.48, δ. λιθοξόῳ ὑποχωρεῖ Rh.1.642.4, cf. δωμήτωρ.
Greek Monolingual
δομήτωρ, ο (Μ)
1. χτίστης, ιδρυτής
2. «ὁ δομήτωρ τῆς Ἐκκλησίας» — ο Ιησούς Χριστός.