δράσιμος

Revision as of 19:30, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

[ᾱ], ον,    A = δραστήριος: τὸ δ. activity, vigour, A. Th.554.

German (Pape)

[Seite 665] was zu thun ist; ἀνὴρ ἄκομπος, χεὶρ δ' ὁρᾷ τὸ δράσιμον Aesch. Spt. 536, Schol. πολεμικώτατός ἐστιν.

Greek (Liddell-Scott)

δράσῐμος: [ᾱ], -ον, = δραστήριος· τὸ δρ., δραστηριότης, Αἰσχύλ. Θήβ. 554.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
ce qu’il faut faire, ce qu’on peut faire.
Étymologie: δράω.

Spanish (DGE)

(δράσῐμος) -ον

• Prosodia: [-ᾱ-]
subst. τὸ δράσιμον lo que puede hacerse χεὶρ δ' ὁρᾷ τὸ δ. A.Th.554.

Greek Monolingual

δράσιμος, -ον (Α)
1. δραστήριος
2. το ουδ. ως ουσ. το δράσιμον
ενέργεια, δράση.

Greek Monotonic

δράσῑμος: [ᾱ], -ον, = δραστήριος, τὸ δρ., δραστηριότητα, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

δρά¯σῐμος, ον adj = δραστήριος
τὸ δρ. activity, Aesch.