δυσδάκρυτος

Revision as of 19:35, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ον,    A sorely wept, A.Ag.442 (lyr.).    II. Act., sorely weeping, AP12.80 (Mel.); δάκρυα δ. tears of anguish, ib.7.476 (Id.).

German (Pape)

[Seite 677] 1) sehr zu beweinen; βαρὺ ψῆγμα Aesch. Ag. 430. – 2) sehr weinend; ψυχή Mel. 55 (XII, 80); δάκρυα 109 (VII, 476).

Greek (Liddell-Scott)

δυσδάκρῡτος: -ον, πολυδάκρυτος, δι’ ὃν πολὺ ἔκλαυσεν ἢ κλαίει τις, Αἰσχύλ. Ἀγ. 442. ΙΙ. ἐνεργ., πολὺ κλαίων, Ἀνθ. Π. 12. 80· δάκρυα δ., δάκρυα ἀγωνίας, αὐτόθι 7. 476.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui fait pleurer amèrement.
Étymologie: δυσ-, δακρύω.

Spanish (DGE)

(δυσδάκρῡτος) -ον
1 que es objeto de amargo llanto ψῆγμα A.A.442.
2 que llora amargamente ψυχή AP 12.80 (Mel.), δάκρυα δυσδάκρυτα lágrimas de angustia, AP 7.476 (Mel.).

Greek Monolingual

δυσδάκρυτος, -ον (Α)
1. αυτός που αξίζει πολλά δάκρυα
2. αυτός που κλαίει πολύ
3. φρ. «δάκρυα δυσδάκρυτα» — δάκρυα αγωνίας.

Greek Monotonic

δυσδάκρῡτος: -ον, I. πολυδάκρυτος, σε Αισχύλ.
II. Ενεργ., αυτός που κλαίει πολύ, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

δυσδάκρῡτος:
1) горько оплакиваемый (ψῆγμα ἀντήνορος σποδοῦ Aesch.);
2) горько плачущий, тяжко удрученный (ψυχή Anth.);
3) (о слезах) горький, горестный (δάκρυα Anth.).

Middle Liddell

δυσ-δάκρῡτος, ον
I. sorely wept, Aesch.
II. act. sorely weeping, Anth.