δυσεξερεύνητος

Revision as of 19:40, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ον,    A hard to explore, Arist.Pol.1330b26.

German (Pape)

[Seite 679] schwer auszuspüren, Arist. Polit.

Greek (Liddell-Scott)

δυσεξερεύνητος: -ον, δυσκόλως ἐξερευνώμενος, Ἀριστ. Πολ. 7. 11, 6.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
difficile à découvrir ou à explorer.
Étymologie: δυσ-, ἐξερευνάω.

Spanish (DGE)

-ον
difícil de explorar, de difícil reconocimientode ciudades cuyo recorrido es complicado ἡ ... οἰκήσεων διάθεσις ... δ. [τοῖς] ἐπιτιθεμένοις Arist.Pol.1330b26.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM δυσεξερεύνητος, -ον)
αυτός που δύσκολα εξερευνάται.

Greek Monotonic

δυσεξερεύνητος: -ον, αυτός που δύσκολα εξερευνάται, σε Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

δυσεξερεύνητος: с трудом поддающийся исследованию Arst.

Middle Liddell

δυσ-εξερεύνητος, ον
hard to investigate, Arist.