δυσφήμημα

Revision as of 19:50, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ατος, τό,    A word of ill omen, Plu.2.1065e.

German (Pape)

[Seite 690] τό, Schmährede, Plut. adv. St. 14.

Greek (Liddell-Scott)

δυσφήμημα: τό, λέξις δυσοιώνιστος, βλασφημία, Πλούτ. 2. 1065Ε.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
blasphème.
Étymologie: δυσφημέω.

Spanish (DGE)

-ματος, τό palabra de mal agüero Plu.2.1065e.

Greek Monolingual

το (Α δυσφήμημα)
νεοελλ.
συγκεκριμένη δυσφήμηση
αρχ.
βλασφημία.

Russian (Dvoretsky)

δυσφήμημα: ατος τό хула Plut.