κακὸς μὲν γὰρ ἑκὼν οὐδείς → no one is voluntarily wicked, no one is voluntarily bad
και δυσφήμιση, η1. το να δυσφημεί κανείς κάποιον, κακόβουλη διάδοση που προσβάλλει την υπόληψη κάποιου, διασυρμός2. (νομ.) το αδίκημα αυτής της ενέργειας.