δύσμοιρος

Revision as of 19:55, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ον, (μοῖρα)    A = δύσμορος, S.OC327.

German (Pape)

[Seite 684] = δύσμορος , Soph. O. C. 528, nach 1 cod. u. Metrum.

Greek (Liddell-Scott)

δύσμοιρος: -ον, (μοῖρα) = δύσμορος, Σοφ. Ο. Κ. 327.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
infortuné.
Étymologie: δυσ-, μοῖρα.

Spanish (DGE)

-ον
infortunado, de aciago destino de pers. o ref. pers., de Edipo, S.OC 327, οὔτε με τὸν δύσμοιρον ἐς ᾌδος ἤγαγε νοῦσος IKyzikos 1.522.3 (II/I a.C.), cf. SEG 34.1247 (Miletúpolis II d.C.), τύχη IKPolis 70.1.10 (I d.C.), θάλαμοι AP 9.245 (Antiphan.).

Greek Monolingual

-η, -ο (AM δύσμοιρος
Α και δύσμορος)
δύστυχος, κακότυχος.

Greek Monotonic

δύσμοιρος: -ον (μοῖρα), = δύσμορος, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

δύσμοιρος: Soph. = δύσμορος.

Middle Liddell

δύσ-μοιρος, ον μοῖρα = δύσμορος, Soph.]

English (Woodhouse)

unfortunate, unhappy