εἰσκέλλω

Revision as of 20:10, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

intr.,    A put to land, ποίαν δὲ χώραν εἰσεκέλσαμεν σκάφει; Ar.Th.877.

German (Pape)

[Seite 743] hineintreiben; intrans., σκάφει, darin anlanden, Ar. Th. 877.

Greek (Liddell-Scott)

εἰσκέλλω: μέλλ. -κέλσω, ἀμετάβ., προσορμίζομαι, ποίαν δὲ χώραν εἰσεκέλσαμεν σκάφει; Ἀριστοφ. Θεσμ. 877.

Spanish (DGE)

arribar ποίαν δὲ χώραν εἰσεκέλσαμεν σκάφει; Ar.Th.877.

Greek Monolingual

εἰσκέλλω (Α)
αράζω, προσορμίζομαι.

Russian (Dvoretsky)

εἰσκέλλω: (aor. εἰσέκελσα) причаливать, приставать (χώραν τινὰ σκάφει Arph.).