A with beautiful axles, gloss on εὐάντυξ, Suid., Phot.
εὐάξων, ὁ, ἡ (Μ) άξων(για άμαξα ή άλλο τροχοφόρο) αυτός που έχει καλούς, ωραίους άξονες, ο ευάντυξ.