τροχοφόρο

From LSJ

Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.

Sophocles, Oedipus at Colonus, 1280-4

Greek Monolingual

το, Ν
1. κάθε όχημα που κινείται με τροχούς
2. παλαιότερος τύπος ατμόπλοιου, το τροχήλατο
3. στρ. (παλαιότερα) όχημα του πυροβολικού που μετέφερε ανταλλακτικούς τροχούς και άξονες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. του ουδ. του επιθ. τροχοφόρος].