τροχοφόρο
From LSJ
ὃν οὐ τύπτει λόγος οὐδὲ ῥάβδος → if words don't get through, neither a beating will | if the carrot doesn't work, the stick will not work either | whom words do not strike, neither does the rod
Greek Monolingual
το, Ν
1. κάθε όχημα που κινείται με τροχούς
2. παλαιότερος τύπος ατμόπλοιου, το τροχήλατο
3. στρ. (παλαιότερα) όχημα του πυροβολικού που μετέφερε ανταλλακτικούς τροχούς και άξονες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. του ουδ. του επιθ. τροχοφόρος].