εὐκατάβλητος

Revision as of 20:35, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ον,    A easily overthrown, Eust. 1055.51.

German (Pape)

[Seite 1073] leicht niederzustürzen, Chrysost.

Greek (Liddell-Scott)

εὐκατάβλητος: -ον, ὁ εὐχερῶς καταβαλλόμενος, Ἰω. Χρυσ. τ. 8. σ. 51G.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ εὐκατάβλητος, -ον)
αυτός που καταβάλλεται, που νικιέται εύκολα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -κατα-βλητος (< κατα-βάλλω), πρβλ. α-κατά-βλητος].