εὔγομφος

Revision as of 20:53, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ον,    A well-nailed, well-fastened, πύλαι E.IT1286:—also εὐγόμφωτος, ον, Opp.H.1.58.

German (Pape)

[Seite 1060] gut gefügt u. verbunden, πύλαι, Eur. I. T. 1286.

Greek (Liddell-Scott)

εὔγομφος: -ον, καλῶς συνηρμοσμένος, Εὐρ. Ι. Τ. 1286· ὡσαύτως, εὐγόμφωτος, ον, Ὀππ. Ἁλ. 1. 58.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
bien cloué, fortement joint.
Étymologie: εὖ, γόμφος.

Greek Monolingual

εὔγομφος, -ον (Α)
καλά στερεωμένος, καλά τοποθετημένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + γόμφος «σφηνοειδές καρφί»].

Greek Monotonic

εὔγομφος: -ον, αυτός που είναι καλά καρφωμένος, στερεωμένος γερά, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

εὔγομφος: крепко сколоченный (πύλαι Eur.).

Middle Liddell

εὔ-γομφος, ον
well-nailed, well-fastened, Eur.

English (Woodhouse)

studded with nails