εὐτρεπισμός

Revision as of 21:00, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ὁ,    A preparation, Simp.in Ph.793.7, Suid.

Greek (Liddell-Scott)

εὐτρεπισμός: ὁ, «ἑτοιμασία» Σουΐδ.

Greek Monolingual

-ο (Μ εὐτρεπισμός) ευτρεπίζω
τακτοποίηση, συγύρισμα
μσν.
προπαρασκευή, προετοιμασία.