εὔπυγος

Revision as of 21:00, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ον, (πυγή)    A well-shaped in the hinder parts, Herm. ap. Stob. 1.49.45 (Comp.), Poll.2.184.

German (Pape)

[Seite 1092] mit schönem Hintern, Poll. 2, 184.

Greek (Liddell-Scott)

εὔπῡγος: -ον, (πυγὴ) ἔχων καλήν πυγήν, καλῶς ἐσχηματισμένα ὀπίσθια, Ἑρμῆς ἐν Στοβ. Ἐκλογ. 1. 992, Πολυδ. Β΄, 184: πρ…. καλλίπυγος.

Greek Monolingual

εὔπυγος, -ον (Α)
αυτός που έχει ωραίους γλουτούς, ο καλλίπυγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -πυγος (< πυγή «γλουτοί»), πρβλ. ά-πυγος, καλλί-πυγος].