θεοποίητος

Revision as of 21:20, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ον,    A made by the gods, or by God, Isoc.7.62.

German (Pape)

[Seite 1197] von Gott gemacht, Isocr. 7, 62; K. S.

Greek (Liddell-Scott)

θεοποίητος: -ον, κατεσκευασμένος ὑπὸ τῶν θεῶν ἢ τοῦ θεοῦ, θεότευκτος, Ἰσοκρ. 152C, Ἰω. Χρυσ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
fait par la divinité.
Étymologie: θεοποιέω.

Greek Monolingual

θεοποίητος, -ον (AM)
ο πλασμένος από θεό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο- + -ποιητος (< ποιώ), πρβλ. πατρο-ποίητος, χειρο-ποίητος].

Russian (Dvoretsky)

θεοποίητος: созданный богами (sc. πολιτεία Isocr.).