ζακαλλής

Revision as of 21:20, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ές, (κάλλος)    A very beautiful, Hsch. ζακελτίδες, v. ζεκ-.

German (Pape)

[Seite 1136] Hesych. = περικαλλής.

Greek (Liddell-Scott)

ζᾰκαλλής: -ές, (κάλλος) περικαλλής, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

ζακαλλής, -ές (Α)
πολύ ωραίος, ωραιότατος, περικαλλής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζα- + -καλλής < κάλλος (πρβλ. α-καλλής, περι-καλλής)].