θηρόβρωτος

Revision as of 21:35, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ον,= θηρόβοτος, Str.6.1.12 (   A v.l. θηριοβρ-).

German (Pape)

[Seite 1210] v. l. für θηριόβρωτος, Strab. VI, 263.

Greek (Liddell-Scott)

θηρόβρωτος: -ον, = θηρόβορος, Στράβ. 263, μετὰ διαφ. γραφ. θηριόβρωτος.

Greek Monolingual

θηρόβρωτος και θηριόβρωτος, -ον (Α)
βλ. θηρόβοτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θηρ(ο)- + -βρωτος (< βι-βρώ-σκω), πρβλ. ά-βρωτος, πολύ-βρωτος].