θρασυπτόλεμος

Revision as of 21:43, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ον,    A bold in war, IG9(1).871 (Corc.).

German (Pape)

[Seite 1216] kriegskühn, Ep. ad. 728 (App. 201).

Greek (Liddell-Scott)

θρασυπτόλεμος: -ον, τολμηρὸς ἐν πολέμῳ, Ἀνθ. Παλατ. παράρτ. 201.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
intrépide à la guerre.
Étymologie: θρασύς, πτόλεμος.

Greek Monolingual

θρασυπτόλεμος, -ον (Α)
τολμηρός στον πόλεμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θρασυ- + -πτόλεμος (< πτόλεμος), πρβλ. φιλο-πτόλεμος, φυγο-πτόλεμος.

Greek Monotonic

θρασυπτόλεμος: -ον, γενναίος στον πόλεμο, σε Ανθ. Π.

Middle Liddell

θρασυ-πτόλεμος, ον
bold in war, Anth.