θρήνερως
English (LSJ)
ωτος, ὁ, ἡ, A a querulous lover, Poll.6.189.
German (Pape)
[Seite 1217] = δύσερως, Poll. 6, 189.
Greek Monolingual
θρήνερως, ὁ, ἡ (Α)
θρηνώδης εραστής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θρήνος + έρως].
ωτος, ὁ, ἡ, A a querulous lover, Poll.6.189.
[Seite 1217] = δύσερως, Poll. 6, 189.
θρήνερως, ὁ, ἡ (Α)
θρηνώδης εραστής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θρήνος + έρως].