δύσερως
Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → But for extreme illnesses, extreme remedies, applied with severe exactitude, are the best (Hippocrates, Aphorism 6)
English (LSJ)
-ωτος, ὁ, ἡ, madly or disastrously loving, τινός E. Hipp. 193; τῶν ἀπόντων Th. 6.13; τῶν ἀφροδισίων X. Oec. 11.13; mali cupidus, Max.Tyr. 36.4; εἰς χρήματα Jul. Or. 2.85c; abs., Lys. 4.8 (s.v.l.), Call. Epigr. 42.6, AP 5.244 (Maced.), al.; of bees, Lyr.Alex.Adesp. 7.16; δ. ἔρως Plu. Per. 20.
laggard in love, Theoc. 1.85, 6.7.
Spanish (DGE)
-ωτος
• Morfología: [ac. -ερων Eust.631.21, 634.20, át. gen. -ερω según Hdn.Gr.2.714]
1 de animados amante desgraciado, desdichado en el amor Dionys.Eleg.2.1, Call.Epigr.41, AP 12.137 (Mel.), Luc.Cat.14, Merc.Cond.7, Aus.294, de Polifemo, Theoc.6.7, de Pan, Nonn.D.48.489, cf. 2.146, τὴν δύσερων Ἄντειαν Eust.631.21, Δυσέρωτες Desgraciados en el amor tít. de una comedia de Antífanes el Joven, Ath.100f
•fig. de la sepia a la que se le pone una hembra como cebo, Opp.H.4.147.
2 del amor que no es amor, que trae desgracias ἔρως δ. pasión funesta Plu.Per.20, πόθος Opp.C.2.120, de la pasión funesta de Zeus por Ganimedes, Nonn.D.10.291.
3 que padece un amor malsano, deseoso de algo valorado negativamente, c. gen. δυσέρωτες ... τοῦδε E.Hipp.193, τῶν ἀπόντων Th.6.13, σου de la riqueza, Luc.Tim.26, τῶν ἀφροδισίων X.Oec.12.13, tb. c. compl. prep. εἰς χρήματα Iul.Or.3.85c, ἀποσφαγεῖσαν ... αὐτὴν ὑπὸ ἐραστοῦ δυσέρωτος Iambl.Fr.58, τίς οὕτως ἀνόητος καὶ δ. καὶ κακοδαίμων ἀνήρ; Max.Tyr.36.4.
4 reacio al amor δ. τις ἄγαν καὶ ἀμήχανος ἐσσί de Dafnis, Theoc.1.85, κόρη AP 5.245 (Maced.), τινὰ καὶ δυσέρωτα καὶ ἀφηλικέστερον ἐξεργάσασθαι δυναμένη de Cleopatra, D.C.42.34.5, cf. 57.51
•que no ama de las abejas Lyr.Alex.Adesp.7.16.
German (Pape)
[Seite 680] ωτος (att. δύσερω nach B. A. 1197), nach Suid. ὁ σφόδρα κακῶς ἐρῶν ἢ ὁ ἐπὶ κακῷ ἐρῶν; 1) perdite, misere amans, heftig, mit verzehrender Leidenschaft begehrend, liebend; τῶν ἀπόντων Thuc. 6, 13; τῶν ἀφροδισίων Xen. Oec. 12, 13; Lys. 4, 8; Luc. Tim. 26. In Anth. bes. von Knabenliebe; Mel. 18. 72 (XII, 81. 137); Strat. 11 (XII, 15); Πάν Ep. ad. 258 (IX, 825). – 2) unglücklich liebend; Eur. Hipp. 193; Ἔρως δ. Plut. Pericl. 20. – 3) nicht zärtlich, sich nicht leicht verliebend, Theocr. 6, 7.
Greek (Liddell-Scott)
δύσερως: -ωτος, ὁ, ἡ, ἐμπαθῶς ἐρῶν τινος, Λατ. perdite, misere amans, τινος Εὐρ. Ἱππ. 194, Θουκ. 6. 13, κτλ.· ἀπολ., Λυσ. 101. 19·― συχνὸν ἐν τῇ Ἀνθ. ΙΙ. ὁ δυσκόλως ἐρῶν, ἀναίσθητος εἰς τὸν ἔρωτα, Θεόκρ. 6. 7, Καλλ. Ἐπιγρ. 42. 6. ΙΙΙ. δυστυχής, ἔρως δύσερως Πλούτ. Περ. 20.
Greek Monolingual
δύσερως, ο, η (AM)
1. δυσμενής στον έρωτα
2. όποιος αγαπά με ανεξέλεγκτο, αρρωστημένο πάθος κάποιον
3. αυτός που αγαπά δύσκολα, αναίσθητος στον έρωτα
4. δυστυχισμένος στον έρωτα.
Greek Monotonic
δύσερως: -ωτος, ὁ, ἡ,
I. τρελά, παθολογικά ερωτευμένος, αυτός που είναι ερωτευμένος αρρωστημένα με, τινος, σε Ευρ., Θουκ.
II. αναίσθητος στον έρωτα, σκληρόκαρδος, σε Θεόκρ.
Middle Liddell
δύσ-ερως, ωτος,
I. sick in love with, τινος Eur., Thuc.
II. hardly loving, stony-hearted, Theocr.