δύσερως

From LSJ

Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → But for extreme illnesses, extreme remedies, applied with severe exactitude, are the best (Hippocrates, Aphorism 6)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δύσερως Medium diacritics: δύσερως Low diacritics: δύσερως Capitals: ΔΥΣΕΡΩΣ
Transliteration A: dýserōs Transliteration B: dyserōs Transliteration C: dyseros Beta Code: du/serws

English (LSJ)

-ωτος, ὁ, ἡ, madly or disastrously loving, τινός E. Hipp. 193; τῶν ἀπόντων Th. 6.13; τῶν ἀφροδισίων X. Oec. 11.13; mali cupidus, Max.Tyr. 36.4; εἰς χρήματα Jul. Or. 2.85c; abs., Lys. 4.8 (s.v.l.), Call. Epigr. 42.6, AP 5.244 (Maced.), al.; of bees, Lyr.Alex.Adesp. 7.16; δ. ἔρως Plu. Per. 20.
laggard in love, Theoc. 1.85, 6.7.

Spanish (DGE)

-ωτος
• Morfología: [ac. -ερων Eust.631.21, 634.20, át. gen. -ερω según Hdn.Gr.2.714]
1 de animados amante desgraciado, desdichado en el amor Dionys.Eleg.2.1, Call.Epigr.41, AP 12.137 (Mel.), Luc.Cat.14, Merc.Cond.7, Aus.294, de Polifemo, Theoc.6.7, de Pan, Nonn.D.48.489, cf. 2.146, τὴν δύσερων Ἄντειαν Eust.631.21, Δυσέρωτες Desgraciados en el amor tít. de una comedia de Antífanes el Joven, Ath.100f
fig. de la sepia a la que se le pone una hembra como cebo, Opp.H.4.147.
2 del amor que no es amor, que trae desgracias ἔρως δ. pasión funesta Plu.Per.20, πόθος Opp.C.2.120, de la pasión funesta de Zeus por Ganimedes, Nonn.D.10.291.
3 que padece un amor malsano, deseoso de algo valorado negativamente, c. gen. δυσέρωτες ... τοῦδε E.Hipp.193, τῶν ἀπόντων Th.6.13, σου de la riqueza, Luc.Tim.26, τῶν ἀφροδισίων X.Oec.12.13, tb. c. compl. prep. εἰς χρήματα Iul.Or.3.85c, ἀποσφαγεῖσαν ... αὐτὴν ὑπὸ ἐραστοῦ δυσέρωτος Iambl.Fr.58, τίς οὕτως ἀνόητος καὶ δ. καὶ κακοδαίμων ἀνήρ; Max.Tyr.36.4.
4 reacio al amor δ. τις ἄγαν καὶ ἀμήχανος ἐσσί de Dafnis, Theoc.1.85, κόρη AP 5.245 (Maced.), τινὰ καὶ δυσέρωτα καὶ ἀφηλικέστερον ἐξεργάσασθαι δυναμένη de Cleopatra, D.C.42.34.5, cf. 57.51
que no ama de las abejas Lyr.Alex.Adesp.7.16.

German (Pape)

[Seite 680] ωτος (att. δύσερω nach B. A. 1197), nach Suid. ὁ σφόδρα κακῶς ἐρῶν ἢ ὁ ἐπὶ κακῷ ἐρῶν; 1) perdite, misere amans, heftig, mit verzehrender Leidenschaft begehrend, liebend; τῶν ἀπόντων Thuc. 6, 13; τῶν ἀφροδισίων Xen. Oec. 12, 13; Lys. 4, 8; Luc. Tim. 26. In Anth. bes. von Knabenliebe; Mel. 18. 72 (XII, 81. 137); Strat. 11 (XII, 15); Πάν Ep. ad. 258 (IX, 825). – 2) unglücklich liebend; Eur. Hipp. 193; Ἔρως δ. Plut. Pericl. 20. – 3) nicht zärtlich, sich nicht leicht verliebend, Theocr. 6, 7.

Greek (Liddell-Scott)

δύσερως: -ωτος, ὁ, ἡ, ἐμπαθῶς ἐρῶν τινος, Λατ. perdite, misere amans, τινος Εὐρ. Ἱππ. 194, Θουκ. 6. 13, κτλ.· ἀπολ., Λυσ. 101. 19·― συχνὸν ἐν τῇ Ἀνθ. ΙΙ. ὁ δυσκόλως ἐρῶν, ἀναίσθητος εἰς τὸν ἔρωτα, Θεόκρ. 6. 7, Καλλ. Ἐπιγρ. 42. 6. ΙΙΙ. δυστυχής, ἔρως δύσερως Πλούτ. Περ. 20.

Greek Monolingual

δύσερως, ο, η (AM)
1. δυσμενής στον έρωτα
2. όποιος αγαπά με ανεξέλεγκτο, αρρωστημένο πάθος κάποιον
3. αυτός που αγαπά δύσκολα, αναίσθητος στον έρωτα
4. δυστυχισμένος στον έρωτα.

Greek Monotonic

δύσερως: -ωτος, ὁ, ἡ,
I. τρελά, παθολογικά ερωτευμένος, αυτός που είναι ερωτευμένος αρρωστημένα με, τινος, σε Ευρ., Θουκ.
II. αναίσθητος στον έρωτα, σκληρόκαρδος, σε Θεόκρ.

Middle Liddell

δύσ-ερως, ωτος,
I. sick in love with, τινος Eur., Thuc.
II. hardly loving, stony-hearted, Theocr.

Lexicon Thucydideum

perdite amans, desperately in love, 6.13.1.