θρεκτικός

Revision as of 21:50, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ή, όν, (τρέχω)    A able to run, Att. for τροχαστικός, acc. to Moer.p.187 P.: Sup. -ώτατος Hsch.

German (Pape)

[Seite 1217] zum Laufen geschickt, schnell, nach Moeris attisch für τροχαστικός.

Greek Monolingual

θρεκτικός, -ή, -όν (Α) θρεκτός
ταχύς, ικανός για τρέξιμο.