θρεκτός

From LSJ

Ἢ μὴ ποίει τὸ κρυπτὸν ἢ μόνος ποίει → Aut occulendum nil patra, aut solus patra → Tu nichts Verborgnes oder tue es allein

Menander, Monostichoi, 225
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θρεκτός Medium diacritics: θρεκτός Low diacritics: θρεκτός Capitals: ΘΡΕΚΤΟΣ
Transliteration A: threktós Transliteration B: threktos Transliteration C: threktos Beta Code: qrekto/s

English (LSJ)

θρεκτή, θρεκτόν, = τροχαῖος, θρεκτοῖσι νόμοις, f.l. for κρεκτός, S.Fr.463:—also θρεκτός· δρόμος, Phot.

Greek Monolingual

θρεκτός, -ή, -όν (Α) τρέχω
ταχύς.